ἀνύποπτος — without suspicion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύποπτος — η, ο (Α ἀνύποπτος, ον) αυτός που δεν υποψιάζεται κάτι ή δεν έχει υποψίες για κάποιον αρχ. μσν. όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι … Dictionary of Greek
ἀνυποπτότερον — ἀνύποπτος without suspicion adverbial comp ἀνύποπτος without suspicion masc acc comp sg ἀνύποπτος without suspicion neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόπτως — ἀνύποπτος without suspicion adverbial ἀνύποπτος without suspicion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύποπτον — ἀνύποπτος without suspicion masc/fem acc sg ἀνύποπτος without suspicion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποπτοτέροις — ἀνύποπτος without suspicion masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποπτότερα — ἀνύποπτος without suspicion neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποπτότερος — ἀνύποπτος without suspicion masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόπτοις — ἀνύποπτος without suspicion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόπτου — ἀνύποπτος without suspicion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)